προκύκλιος

προκύκλιος
-ον, Α
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην προκυκλίδα, στην προξενήτρα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προκύκλιον
ονομασία μήνα στην Καλυδώνα
3. φρ. «προκύκλιοι θεοί» — ονομασία θεών στην Ερυθραία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κύκλος + επίθημα -ιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”