- προκύκλιος
- -ον, Α1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην προκυκλίδα, στην προξενήτρα2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προκύκλιονονομασία μήνα στην Καλυδώνα3. φρ. «προκύκλιοι θεοί» — ονομασία θεών στην Ερυθραία.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κύκλος + επίθημα -ιος].
Dictionary of Greek. 2013.